-
1 διαμένω
A- μενῶ Epich.[265]
(prob.), Men.Epit. 513: [tense] aor.- έμεινα D.4.15
: [tense] pf.- μεμένηκα Plb.3.55.1
:—continue, persist, of disease,τοῖσι παιδίοισι Hp.Aph.3.28
;διαμένει ἔτι καὶ νῦν τοῖς βασιλεῦσιν ἡ πολυδωρία X.Cyr.8.2.7
: abs., keep, of seeds, Thphr.HP7.5.5; persevere,ἐν τῇ ἕξει Pl.Prt. 344b
;ἐπὶ τῇ διατριβῇ X.Ap.30
; δ. ἐν ἑαυτῷ maintain his purpose, Plb.10.40.6: c. dat.,τῇ φιλίᾳ D.S.14.48
codd.: abs., hold out, D.21.216;δ. δως.. Id.4.15
;παρθένος δ. D.S.4.16
; to last, remain, live on, Epich. l.c.; endure, be strong, Isoc.8.51; of form, colour, and the like , ταὐτὸν δ. continue the same, be permanent, Alex.34;χρῶμα διαμένον Nicol.1.28
, cf. Antiph.232.2: c. part.,δ. λέγων D.8.71
;δ. ὅμοιοι ὄντες Arist.EN 1159b8
: c. inf., continue to.., D.H.1.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμένω
См. также в других словарях:
κλαυθμυρίζω — (Α κλαυθμυρίζω) (για βρέφη) κλαίω συνεχώς και σιγανά, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («τοῑσι δὲ παιδίοισι σπασμοὶ γίνονται, ἤν... ἐκπλαγέωσι καὶ κλαυθμυρίζωσι», Ιπποκρ.) αρχ. 1. κάνω κάποιον να κλαίει («μιμεῑσθαι τὰς τιτθάς, αἵτινες, ἐπειδὰν τὰ παιδία… … Dictionary of Greek